Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φανταιζί — ο, η, το, Ν άκλ. βλ. φαντεζί … Dictionary of Greek
φαντεζί — καί φανταιζί, ο, η, το, Ν άκλ. φανταχτερός, χτυπητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fantaisie (< φαντασία)] … Dictionary of Greek